προκαταβαλλομένη

προκαταβαλλομένη
πρό-καταβάλλω
throw down
pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • προεισφορά — η, ΝΑ [προεισφέρω] 1. η προκαταβαλλόμενη εισφορά 2. η προκαταβολή τής εισφοράς που είχε καθιερωθεί να πληρώνεται από τους 300 πλουσιότερους Αθηναίους κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα σε περιπτώσεις υπερεπείγουσας ανάγκης τής πολιτείας αρχ. προκαταρκτικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”